πεπωρωμένος

πεπωρωμένος
η , ο[ν]
1) чёрствый, бессердечный; 2) бессовестный, бесчестный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πεπωρωμένος" в других словарях:

  • πεπωρωμένος — η, ο βλ. πωρῶ (ΙΙ) …   Dictionary of Greek

  • πεπωρωμένος — πωρόω petrify perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωρώνω — πωρῶ, όω, ΝΑ [πῶρος] 1. μεταβάλλω κάτι σε πώρο, απολιθώνω 2. συγκολλώ και θεραπεύω κάταγμα ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου 3. (συν. το παθ.) πωρώνομαι και πωροῡμαι, όομαι μτφ. γίνομαι ηθικά αναίσθητος, ασυνείδητος 4. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»